υποστιβάδα

υποστιβάδα
η, Ν
φυσ.-χημ. το σύνολο τών ηλεκτρονικών καταστάσεων ενός ατόμου οι οποίες χαρακτηρίζονται από τον ίδιο κύριο και δευτερεύοντα κβαντικό αριθμό, αλλ. υποστάθμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. subshell].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υποστάθμη — η / ὑποστάθμη, ΝΑ τα αδιάλυτα συστατικά ενός υγρού τα οποία καθιζάνουν στον πυθμένα τού δοχείου στο οποίο αυτό περιέχεται, αλλ. ίζημα ή κατακάθι νεοελλ. 1. φυσ. χημ. η υποστιβάδα 2. φρ. «άνθρωπος τής κατώτερης [ή τής τελευταίας] υποστάθμης»… …   Dictionary of Greek

  • γαίες, σπάνιες — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια ομάδα δεκατεσσάρων χημικών στοιχείων, με ατομικό αριθμό από 58 μέχρι 71, των οποίων οι χημικές ιδιότητες μοιάζουν και συγγενεύουν πολύ με του λανθανίου (που έδωσε τις σ.γ. και την ονομασία λανθανίδια). Η λέξη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”